κακηπελία
English (LSJ)
Ep. κακηπελίη, ἡ,
A evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.