νοσσεύω
English (LSJ)
νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσοποιέω, νοσσός, νοσσοτροφέω, v. νεοσς-.
Greek (Liddell-Scott)
νοσσεύω: νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσός, ἴδε ἐν λέξ. νεοσσ-.
νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσοποιέω, νοσσός, νοσσοτροφέω, v. νεοσς-.
νοσσεύω: νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσός, ἴδε ἐν λέξ. νεοσσ-.