ίδος, poet. fem. of λειμώνιος, D.P.756.
[Seite 24] ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen; ποίη, D. Per. 756; Nonn.
λειμωνίς: -ίδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λειμώνιος, Διον. Π. 757.