A gloss on παλινδαές, Hsch.
[Seite 448] wieder erkannt, Hesych. Erkl. von παλινδεές, od. richtiger παλινδαές.
πᾰλίγγνωστος: -ον, ἐκ νέου γνωσθείς, ὃν ἐκ νέους ἔμαθέ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινδαές.