κύβερνος
English (LSJ)
A gubernita, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, späte Form für κυβερνήτης.
Greek (Liddell-Scott)
κύβερνος: ὁ, = κυβερνήτης, κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β.
A gubernita, Gloss.
[Seite 1522] ὁ, späte Form für κυβερνήτης.
κύβερνος: ὁ, = κυβερνήτης, κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β.