κύβερνος

Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A gubernita, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, späte Form für κυβερνήτης.

Greek (Liddell-Scott)

κύβερνος: ὁ, = κυβερνήτης, κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β.