ἀπόρρημα
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπερὦ)
A prohibition, Pl.Plt.296a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρημα: -ατος, τό, (ἀπερῶ) ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Πολιτ. 296A.
ατος, τό, (ἀπερὦ)
A prohibition, Pl.Plt.296a.
ἀπόρρημα: -ατος, τό, (ἀπερῶ) ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Πολιτ. 296A.