γληχωνίτης
English (LSJ)
οἶνος, ὁ, wine
A prepared with γλήχων, Dsc.5.52, Gp. 8.7.
Greek (Liddell-Scott)
γληχωνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος μὲ γλήχωνα, Γεωπ. 8, 7.
οἶνος, ὁ, wine
A prepared with γλήχων, Dsc.5.52, Gp. 8.7.
γληχωνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος μὲ γλήχωνα, Γεωπ. 8, 7.