μετεωρέω

Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A = μετεωρίζομαι, ηὐξήθη καὶ μετεωρεῖν ἤρξατο Ph.1.130.

German (Pape)

[Seite 159] als v. l. für μετεωρίζω an einigen Stellen, aber falsch.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρέω: μετεωρίζω, Φίλων Ι, 130, 7, κλ.