χειροποιέω

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

German (Pape)

[Seite 1346] mit den Händen thun, machen; auch med., Soph. Tr. 887; vgl. Jac. zu Ach. Tat. 626.

Greek (Liddell-Scott)

χειροποιέω: ποιῶ διὰ χειρός, κατασκευάζω, δημιουργῶ, πλάττω, ματαίως ἐχειροποίει Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 554Α. - Μέσ., αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε, «ταῦτα τῇ χειρὶ ἑαυτῆς διεπράξατο» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 891.