ον,
A very clear, manifest, Hsch.
[Seite 572] sehr deutlich, Hesych. erkl. περιφανής.
περίδηλος: -ον, κατάδηλος, καταφανής, ὁλοφάνερος, Φωτ. Ἐπισ. σ. 207. 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίδηλον, περιφανές, καλόν».