[ᾱ], ον,
A with long sword, Ἀθηναίη Philet.23.
[Seite 654] mit langem Schwerte; Ἀθηναίη Philet. bei Schol. Il. 14, 385. 21, 179.
δολῐχάορος: -ον, μακρὸν ἔχων ξίφος, Ἀθηναίη Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ξ. 385.