διασποδέω

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

sens. obsc., = Lat.

   A subigitare, Ar.Ec.939, cf. Hsch. s.v. διεσποδημένη; διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε, Id.

German (Pape)

[Seite 603] beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.

Greek (Liddell-Scott)

διασποδέω: ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. διακροτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.