προσκατασκευάζω
English (LSJ)
A furnish or prepare besides, ἐμπόριον D.20.33; θησαυρόν another granary, PCair.Zen.509.9 (iii B.C.); πύλας, τριήρεις, D.S.11.21,43, etc.; δυνάστην π. τινά set him up besides, Plb.21.11.6; build in addition to or beside, οἰκήματα οἰκήμασι, πόλεις πόλεσι, J.AJ8.5.2, 8.6.1:—Med., procure for oneself, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Arist.Top.118a13; φρούριον J.AJ15.9.4:— Pass., ὄνειδος -σκευασθῆναι τῇ πόλει D.19.78, cf. 23.189, IG12(8).51.10 (Imbros, ii B.C.). II prove in addition, Alex.Aphr. in Metaph.260.32.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu ausrüsten, einrichten; ἐμπόριον, Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατασκευάζω: παρασκευάζω προσέτι, ἐμπόριον Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, καθίστημι τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.