μελιτουργέω

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A make honey, Arist.HA624a21 (leg.μελιττ-).

German (Pape)

[Seite 124] Honig bereiten; Arist. H. A. 9, 40; Schol. Ap. Rh. 1, 880.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτουργέω: παράγω μέλι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11 (Βεκκῆρ. μελιττ-), ἐν ᾗ (πέτρᾳ) μελιτουργοῦσιν (αἱ μέλισσα) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 880˙ - μεταφορ., Εὐστ. Πονημ. 249. 48.