ὑποδιάκονος

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ,

   A underservant, Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., MAMA3.462, al. (Corycus).

German (Pape)

[Seite 1215] Unterdiener, Untergehülfe, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον διάκονος, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.