σκαπτήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.
German (Pape)
[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.
Greek (Liddell-Scott)
σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.
ῆρος, ὁ,
A digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.
[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.
σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.