μισόκαλος
English (LSJ)
ον,
A hating the good, Ph.2.4, Ptol.Tetr.159, Hsch.; μ. φθόνος Ph.1.464.
German (Pape)
[Seite 191] das Schöne, Edle hassend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόκᾰλος: -ον, ὁ μισῶν τὸ καλόν, τὸ ἀγαθόν, Φίλων ΙΙ, 28, 8, κτλ.
ον,
A hating the good, Ph.2.4, Ptol.Tetr.159, Hsch.; μ. φθόνος Ph.1.464.
[Seite 191] das Schöne, Edle hassend, Philo.
μῑσόκᾰλος: -ον, ὁ μισῶν τὸ καλόν, τὸ ἀγαθόν, Φίλων ΙΙ, 28, 8, κτλ.