συντετμημένως

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

Adv., (συντέμνω)

   A concisely, Sch.Th.8.53, Tz.H.2.489.

Greek (Liddell-Scott)

συντετμημένως: Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.