ἀνεπόπτευτος

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

German (Pape)

[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.