A cry aloud, ἐκ δ' ἔκλαγξ' ὄπα E.Ion1204.
[Seite 763] (s. κλάζω), ertönen lassen, ὄπα Eur. Ion 1204, in tmesi.
ἐκκλάζω: ἐκβοῶ, ἐκ δ’ ἔκλαγξε Εὐρ. Ἴων 1204.