πολυγύναιος
English (LSJ)
[γῠ], ὁ, (γυνή)
A having many wives, Ptol.Tetr.72, Ath.13.556f.
German (Pape)
[Seite 661] der viele Weiber hat, Ath. XIII, 556 f.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγύναιος: -ον, (γῠνὴ) ὁ ἔχων πολλὰς γυραῖκας, Ἀθήν. 556F· οὕτω, πολυγύνης, ου, ὁ, Πολυδ. Ϛ΄, 171· ὀνομ. πληθ. πολυγύναικες, ὡς ἐξ ἑνικ. ὀνομ. πολυγύναιξ, Στράβ. 835.