A run the δόλιχος, Aeschin. 3.91.
[Seite 654] den Dolichos laufen, Aesch. 3, 91; στάδιον Poll. 3, 146.
δολῐχοδρομέω: τρέχω τὸν δόλιχον, Αἰσχίν. 66. 32.