καταλύτης

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A lodger, stranger, Plb.2.15.6, Plu.Sull.25.    II arbitrator, IG5(2).357.15.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύτης: ῠ, ου, ὁ, καταλύων, ξένος, τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), καθαιρέτης, καταστροφεύς, ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., ἔνθα ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος τύπος.