πατροτυπία
English (LSJ)
ἡ,
A act of beating one's father, Corp.Herm.9.3 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
πατροτυπία: ἡ, = πατροτυψία, Ἑρμ. Τρισμέγ. 62, 3.
ἡ,
A act of beating one's father, Corp.Herm.9.3 (pl.).
πατροτυπία: ἡ, = πατροτυψία, Ἑρμ. Τρισμέγ. 62, 3.