εως, ἡ,
A transit, Ptol.Tetr.135.
[Seite 619] ἡ, das Durchgehen, Sp.
διέλευσις: -εως, ἡ, δίοδος, διάβασις, Πτολεμ. Τετρ. 135, Πρόκλ. Πτολ. 199. 19.