βουμελία

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A ash, Fraxinus excelsior, Thphr.HP3.11.4, 4.8.2 (v.l. βουμέλιος, ὁ).

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, eine Eschenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βουμελία: ἡ, εἶδος μεγάλης μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2˙ -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.