ἡ,
A ash, Fraxinus excelsior, Thphr.HP3.11.4, 4.8.2 (v.l. βουμέλιος, ὁ).
[Seite 458] ἡ, eine Eschenart, Theophr.
βουμελία: ἡ, εἶδος μεγάλης μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2˙ -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.