[Seite 42] κριός, mit großen Hörnern, Epigr. Welh. syll. 165.
ἀεξίκερως: -ον, γεν. ω, ὁ συντελῶν πρὸς αὔξησιν τῶν κεράτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6272.