ἀλαβαρχία
English (LSJ)
[ᾰλ], ἡ
A office of ἀλαβάρχης, J.AJ20.7.3; also ἐξ ἀλαβαρχείης AP11.383 (Pall.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰβαρχία: [ᾰλ], ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀλαβάρχου, Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 20. 7, 3· ἐξ ἀλαβαρχίης [ῑ], Ἀνθ. Π. 12. 383.
[ᾰλ], ἡ
A office of ἀλαβάρχης, J.AJ20.7.3; also ἐξ ἀλαβαρχείης AP11.383 (Pall.).
ἀλᾰβαρχία: [ᾰλ], ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀλαβάρχου, Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 20. 7, 3· ἐξ ἀλαβαρχίης [ῑ], Ἀνθ. Π. 12. 383.