ου, ὁ,
A eunuch, Hsch.; castrated animal, Sch.Il.9.539.
[Seite 857] ὁ, der Verschnittene, VLL.; von Thieren, Schol. Il. 9, 539.
ἐντομίας: -ου, ὁ, «εὐνοῦχος», Ἡσύχ.· εὐειδεῖς ἐντομίαι Κωνσταντ. Βασιλ. Μακ. 53. σ. 134, Θεοφάν. Κοντιν. 318.