ἐκφυής
English (LSJ)
ές,
A abnormally developed, τοῖς ὀδοῦσιν ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς Vett. Val.110.15; projecting, Procl.Hyp.3.16. II eminent, extraordinary. Adv. -ῶς App.Ill.25.
German (Pape)
[Seite 786] ές, übernatürlich, außerordentlich, zw. – Adv., App. Illyr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφυής: -ές, ἐξέχων, Πρόκλ. Ὑποτυπ. σ. 15. 19. ΙΙ. ὑπέροχος, διαπρεπής. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐξόχως, Ἀππ. Ἰλλυρ. 25.