ές, = sq.,
A δυσκρατέστατον πάντων ὁ λόγος Stob.3.33.10.
[Seite 683] ές, schwer zu beherrschen; δυσκρατέστατον ὁ λόγος Zeno Stob. fl. 33, 10.
δυσκρᾱτής: -ές, = τῷ ἑπομ. Πλούτ. παρὰ Στοβ. τ. 33. 10.