φιλολογέω

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

   A love learning, pursue learning, study, Sopat.6.6, Plu. 2.133b, Cat.Mi.6, Arr.Epict.3.10.10:—Pass., τὰ φιλολογηθέντα learned discourses, Plu.2.612e; ἅλις ὑπὲρ τῆς . . τῶν σχημάτων χρήσεως . . τοσαῦτα πεφιλολογῆσθαι Longin.29.2.

German (Pape)

[Seite 1281] eigtl. das Reden lieben; gew. Gelehrsamkeit u. Literatur lieben u. treiben, über gelehrte u. literarische Gegenstände sprechen od. schreiben, gelehrte Gespräche führen, gelehrte Kenntnisse haben, Plut. Cat. min. 6, oft, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλολογέω: ἀγαπῶ τὴν μάθησιν καὶ τὰ γράμματα, σπουδάζω περὶ τοὺς συγγραφεῖς, Λατιν. studere, Πλούτ. 2. 133Β, Κάτων Νεώτ. 6. ― Παθ., τὰ φιλολογηθέντα, τὰ χρησιμεύσαντα ὡς ὑπόθεσις λόγου πλήρους μαθήσεως, Πλούτ. 2. 612Ε· ― ῥηματ. ἐπίθετ. φιλολογητέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 219.