ῥηκτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A apt to burst, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικόν Hp.Epid.6.3.6. 2 causing abscesses to break, Aët.15.17.
German (Pape)
[Seite 840] zum Zerreißen, Zerbrechen gehörig, geschickt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ἱκανὸς νὰ διαρρήξῃ, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικὸν Ἱππ. 1175Β.