σκόλυβος
English (LSJ)
ὁ ἐσθιόμενος βολβός, Hsch. σκολύβρα· ἡ σκυθρωπή, Id.; cf. σκολοβράω, σκολύφρα.
Greek (Liddell-Scott)
σκόλυβος: «ὁ ἐσθιόμενος βολβὸς» Ἡσύχ.
ὁ ἐσθιόμενος βολβός, Hsch. σκολύβρα· ἡ σκυθρωπή, Id.; cf. σκολοβράω, σκολύφρα.
σκόλυβος: «ὁ ἐσθιόμενος βολβὸς» Ἡσύχ.