σκόλυβος

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

ὁ ἐσθιόμενος βολβός, Hsch. σκολύβρα· ἡ σκυθρωπή, Id.; cf. σκολοβράω, σκολύφρα.

Greek (Liddell-Scott)

σκόλυβος: «ὁ ἐσθιόμενος βολβὸς» Ἡσύχ.