διαγωνιστέον
English (LSJ)
A one must make a great effort, Ph.2.471.
Greek (Liddell-Scott)
διαγωνιστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις ἰσχυρῶς νὰ προσπαθήσῃ, Φίλων 2. 471.
A one must make a great effort, Ph.2.471.
διαγωνιστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις ἰσχυρῶς νὰ προσπαθήσῃ, Φίλων 2. 471.