ἀπτόητος
English (LSJ)
poet. ἀπτοίητος, ον,
A undaunted, LXXJe.26(46).28, Nonn.D.22.355, Sch.Il.1.56, etc. Adv. -τως, θνῄσκειν Phalar.Ep. 103.2.
German (Pape)
[Seite 340] poet. ἀπτοίητος, unerschrocken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπτόητος: ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, ἄφοβος, εἰς μόρον ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.