χειμαρρώδης

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ες,

   A like a torrent, Str.9.1.24, 13.1.70.

Greek (Liddell-Scott)

χειμαρρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χείμαρρον, ποταμὸς χειμαρρώδης τὸ πλέον Στράβ. 400· χειμαρρῶδες ποτάμιον 616· χειμαρρώδους λιβάδος Εὐστάθ. 1374, 47.