συμπαραφύομαι
English (LSJ)
Pass.,
A grow together, Gal.UP16.9, Them.Or.4.56a.
German (Pape)
[Seite 985] (s. φύω), mit od. zugleich daneben aufkeimen, Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραφύομαι: Παθητ., παραφύομαι ὁμοῦ, συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.