ἀποκρυσταλλόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A become all ice, Sch.Il.23.281.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρυσταλλόομαι: παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
Pass.,
A become all ice, Sch.Il.23.281.
ἀποκρυσταλλόομαι: παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.