πνευματοφόρος
English (LSJ)
ον,
A bearing the spirit, inspired, ib.Ho.9.7; προφῆται ib.Ze.3.4.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θεόπνευστος, Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ.
ον,
A bearing the spirit, inspired, ib.Ho.9.7; προφῆται ib.Ze.3.4.
πνευμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θεόπνευστος, Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ.