ἡ, (ἀφανδάνω)
A enmity, Eup.34:—also ἀφάδιος or ἀφάδειος, = ἐχθρός, Hdn.Gr.2.480.
[Seite 406] ἡ, = ἔχθρα, Eupol. E. M. 174, 52.
ἀφαδία: ἡ, «ἀφαδία, ἡ ἀπαρέσκουσα ἔχθρα. Εὔπολις ἐν Δραπέταις: ‘δοκῶ μοι νῦν ὁρᾶν ἀφαδίαν ᾽» Ἐτυμ. Μ. 174. 50.