εως, ἡ,
A taking off the shell: hatching, Suid.s.v. νεοττεία.
[Seite 767] ἡ, das Abschälen, das Ausbrüten der Eier, VLL.
ἐκλέπισις: -εως, ἡ, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ κελύφους: ἡ ἐκκόλαψις, Σουΐδ. ἐν λέξει νεοττεία.