ον,
A much-nourishing, Orph.H.68.1.
[Seite 663] viel nährend, Orph. H. 67, 1. Vgl. ζωθάλμιος.
πολῠθάλμιος: -ον, ὁ ζωογονῶν τὰ πάντα, Ὀρφ. Ὕμν. 67. 1· πρβλ. ζωθάλμιος, φυτάλμιος.