μελανοφορέω

Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

   A wear black, Plu.2.557d.

German (Pape)

[Seite 120] schwarze Kleider tragen, Plut. de S. N. V. 12. Auch μελανηφορέω.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοφορέω: φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-φόρος, ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. μελανηφόρος.