φαινόπους
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A with shining feet, Theognost. Can.12.
Greek (Liddell-Scott)
φαινόπους: ποδος, ὁ, ἡ, «λευκόπους» Θεογνώστου Κανόνες 12· «λαμπρόπους» Σουΐδ.
ποδος, ὁ, ἡ,
A with shining feet, Theognost. Can.12.
φαινόπους: ποδος, ὁ, ἡ, «λευκόπους» Θεογνώστου Κανόνες 12· «λαμπρόπους» Σουΐδ.