ἀναχωρητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.Epict.2.1.10.
German (Pape)
[Seite 215] zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρητικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.