παρθενοπρεπής

Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

German (Pape)

[Seite 521] ές, für Jungfrauen sich passend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς παρθένους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 264. 29.