ἀποσπερματίζω
English (LSJ)
= foreg., Arist.GA728a11; ο̄υνάμεις Porph. Antr.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπερμᾰτίζω: τῷ προηγ. 1. , Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 20, 3.
= foreg., Arist.GA728a11; ο̄υνάμεις Porph. Antr.16.
ἀποσπερμᾰτίζω: τῷ προηγ. 1. , Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 20, 3.