ἀπαλοάω

Revision as of 10:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

poet. ἀπαλλοτρι-οιάω,

   A thresh out, σῖτος ἀπηλοημένος D.42.6.    2 metaph., bruise, crush, Il.4.522; generally, destroy, Nonn.D.9.320.

German (Pape)

[Seite 277] p. ἀπαλοιάω, eigtl. ausdreschen, σῖτος ἀπηλοημένος Dem. 42, 5; Theophr.; zerdreschen, zerprügeln, ὀστέα ἀπηλοίησεν Il. 4, 522.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰλοάω: ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, ἁλωνίζω, σῖτος ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. θραύω, συντρίβω, ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, καταστρέφω, Νόνν. Δ. 9. 320.