ές,
A originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.
ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.